άμετρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άμετρος | η | άμετρη | το | άμετρο |
γενική | του | άμετρου | της | άμετρης | του | άμετρου |
αιτιατική | τον | άμετρο | την | άμετρη | το | άμετρο |
κλητική | άμετρε | άμετρη | άμετρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άμετροι | οι | άμετρες | τα | άμετρα |
γενική | των | άμετρων | των | άμετρων | των | άμετρων |
αιτιατική | τους | άμετρους | τις | άμετρες | τα | άμετρα |
κλητική | άμετροι | άμετρες | άμετρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άμετρος < αρχαία ελληνική ἄμετρος < ἀ- + μέτρον
Επίθετο
επεξεργασίαάμετρος
- που δεν έχει μέτρο, που δεν έχει όριο, που φτάνει στην υπερβολή
- ≈ συνώνυμα: αμέτρητος, άφθονος
- ≠ αντώνυμα: μετρημένος
- ↪ Η άμετρη φιλοδοξία του τον κατέστρεψε τελικά.
- (λογοτεχνικό) (για ποίημα, στίχο κ.λπ.) που δεν έχει μέτρο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία που δεν έχει μέτρο, που δεν έχει όριο, που φτάνει στην υπερβολή
λογοτεχνικός όρος