μετρημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μετράω / μετρώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.tɾiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρη‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαμετρημένος, -η, -ο
- που τον έχουν μετρήσει
- (στον πληθυντικό) ολιγάριθμος, μικρό πλήθος
- ↪ Είναι βαριά άρρωστος, κι οι μέρες του μετρημένες.
- που τον έχουν σκεφτεί από πριν καλά, υπολογισμένος
- ↪ Τα λόγια σου να είναι λίγα και μετρημένα!
- ≈ συνώνυμα: ζυγιασμένος, συγκρατημένος
- χωρίς πολλές ανέσεις ή υπερβολές
- ↪ Πέρασε με το μισθό του μια μετρημένη ζωή.
- ≈ συνώνυμα: με λελογισμένα έξοδα, συνετός
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και τις λέξεις συγκρατημένος και λελογισμένος
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με μετρημένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)