Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βυθομετρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βυθομετρημέν
ος
η
βυθομετρημέν
η
το
βυθομετρημέν
ο
γενική
του
βυθομετρημέν
ου
της
βυθομετρημέν
ης
του
βυθομετρημέν
ου
αιτιατική
τον
βυθομετρημέν
ο
τη
βυθομετρημέν
η
το
βυθομετρημέν
ο
κλητική
βυθομετρημέν
ε
βυθομετρημέν
η
βυθομετρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βυθομετρημέν
οι
οι
βυθομετρημέν
ες
τα
βυθομετρημέν
α
γενική
των
βυθομετρημέν
ων
των
βυθομετρημέν
ων
των
βυθομετρημέν
ων
αιτιατική
τους
βυθομετρημέν
ους
τις
βυθομετρημέν
ες
τα
βυθομετρημέν
α
κλητική
βυθομετρημέν
οι
βυθομετρημέν
ες
βυθομετρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
βυθομετρημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βυθομετρώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
αβυθομέτρητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βυθομετρημένος