βυθομετρώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.θo.meˈtɾo/
Ρήμα επεξεργασία
βυθομετρώ
- υπολογίζω με κατάλληλες μετρήσεις το βάθος του όγκου μιας φυσικής υδάτινης μάζας
- (μεταφορικά) εκτιμώ και κρίνω μια κατάσταση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βυθομετρώ
|