Δείτε επίσης: βυθόμετρο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυθομετρώ < βυθός + μετρώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.θo.meˈtɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

βυθομετρώ

  1. υπολογίζω με κατάλληλες μετρήσεις το βάθος του όγκου μιας φυσικής υδάτινης μάζας
     συνώνυμα: βυθοσκοπώ
  2. (μεταφορικά) εκτιμώ και κρίνω μια κατάσταση
     συνώνυμα: αναλύω, διερευνώ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία