Δείτε επίσης: βυθομετρώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυθόμετρο τα βυθόμετρα
      γενική του βυθόμετρου των βυθόμετρων
    αιτιατική το βυθόμετρο τα βυθόμετρα
     κλητική βυθόμετρο βυθόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυθόμετρο < βυθό- + -μετρο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bathomètre < αρχαία ελληνική βαθύς, μέτρον (βαθόμτερο) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈθo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐θό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βυθόμετρο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, τεχνολογία) ηλεκτρονική συσκευή πομποδέκτης που μετρά το βάθος (ύψος) του βυθού από την επιφάνεια της θάλασσας, ή λίμνης ή ποταμού.
    το βυθόμετρο είναι χρονόμετρο εκπομπής και λήψης ανακλώμενου ηλεκτρομαγνητικού κύματος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία