Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πομποδέκτης οι πομποδέκτες
      γενική του πομποδέκτη των πομποδεκτών
    αιτιατική τον πομποδέκτη τους πομποδέκτες
     κλητική πομποδέκτη πομποδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πομποδέκτης < πομπ(ός) + -ο- + δέκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πομποδέκτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. από αναζήτηση «πομποδέκτης» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.