πομποδέκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπομποδέκτης αρσενικό
- (ηλεκτρονική, τηλεπικοινωνίες) ηλεκτρονική συσκευή που λειτουργεί αμφίδρομα ως πομπός και δέκτης ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων κυμάτων
- πομποδέκτες είναι το βυθόμετρο, το ραντάρ, το ραδιοτηλέφωνο, ο κατευθυντήρας οπλικού συστήματος κ.ά.
- συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) TRX [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία πομποδέκτης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ από αναζήτηση «πομποδέκτης» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.