δέκτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δέκτης | οι | δέκτες |
γενική | του | δέκτη | των | δεκτών |
αιτιατική | τον | δέκτη | τους | δέκτες |
κλητική | δέκτη | δέκτες | ||
όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέκτης < αρχαία ελληνική δέκτης < δέχομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέκτης αρσενικό (θηλυκό: δέκτρια)
- αυτός που δέχεται, λαμβάνει κάτι
- (τεχνικός όρος) συσκευή που λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα, όπως το ραδιόφωνο, ο ραδιοενισχυτής, η τηλεόραση
- ένα καινούριο πρόγραμμα στους δέκτες σας
- (γλωσσολογία) που προσλαμβάνει και κατανοεί ένα γλωσσικό ή άλλου είδους μήνυμα
- στην καθημερινή επικοινωνία ο ομιλητής εναλλάσσεται συνεχώς στους ρόλους του πομπού και του δέκτη
- → δείτε τη λέξη δέκτρια
- (ιατρική) αυτός που δέχεται όργανο για μεταμόσχευση
- (ανατομία) υποδοχέας στο νευρικό σύστημα
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, δεδομένα, κλπ.
- συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Rx[1]
- ≈ συνώνυμα: (για πληροφορία, δεδομένα) αποδέκτης, παραλήπτης
- ≠ αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) πομπός, (πληροφορική) πηγή
- (τεχνικός όρος) συσκευή που λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα, όπως το ραδιόφωνο, ο ραδιοενισχυτής, η τηλεόραση
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ακροδέκτης
- αποδέκτης
- ραδιοδέκτης
- και → δείτε τη λέξη δέχομαι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και την ΕΛΕΤΟ.