Δείτε επίσης: δεκτής, δεκτῆς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δέκτης οι δέκτες
      γενική του δέκτη των δεκτών
    αιτιατική τον δέκτη τους δέκτες
     κλητική δέκτη δέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ραδιοφωνικός δέκτης.
Τηλεοπτικός δέκτης.

Ετυμολογία

επεξεργασία
δέκτης < {λδδ|grc|el|δέκτης}} (αυτός που δέχεται - ζητιάνος) < δέχομαι
ως τεχνικός όρος < απόδοση ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική récepteur ή την αγγλική receiver [1][2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέκτης αρσενικό

  1. αυτός που δέχεται, λαμβάνει κάτι (θηλυκό δέκτρια)
    1. (γλωσσολογία) που προσλαμβάνει και κατανοεί ένα γλωσσικό ή άλλου είδους μήνυμα
        Στην καθημερινή επικοινωνία ο ομιλητής εναλλάσσεται συνεχώς στους ρόλους του πομπού και του δέκτη.
    2.  δείτε και τις λέξεις δέκτρια και αποδέκτρια γλώσσα
    3. (ιατρική) αυτός που δέχεται όργανο για μεταμόσχευση
    4. (ανατομία) υποδοχέας στο νευρικό σύστημα
  2. (τεχνολογία)
    1. συσκευή που λαμβάνει ραδιοφωνικά ή τηλεοπτικά σήματα, όπως το ραδιόφωνο, ο ραδιοενισχυτής, η τηλεόραση
        ένα καινούριο πρόγραμμα στους δέκτες σας
    2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) ότι δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, δεδομένα, κλπ.
      συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Rx[3]
       συνώνυμα: (για πληροφορία, δεδομένα) αποδέκτης, παραλήπτης
       αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) πομπός, (πληροφορική) πηγή

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. δέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δέκτης οἱ δέκται
      γενική τοῦ δέκτου τῶν δεκτῶν
      δοτική τῷ δέκτ τοῖς δέκταις
    αιτιατική τὸν δέκτην τοὺς δέκτᾱς
     κλητική ! δέκτ δέκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δέκτ
γεν-δοτ τοῖν  δέκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δέκτης < δέχομαι, δεκ-ομαι, δεκ- + -της [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέκτης αρσενικό

  1. αυτός που δέχεται, δέκτης, παραλήπτης
  2. ζητιάνος

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.