πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροδέκτης οι ακροδέκτες
      γενική του ακροδέκτη των ακροδεκτών
    αιτιατική τον ακροδέκτη τους ακροδέκτες
     κλητική ακροδέκτη ακροδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ακροδέκτης < ακρο- + δέκτης[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακροδέκτης αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία