Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροδέκτης οι ακροδέκτες
      γενική του ακροδέκτη των ακροδεκτών
    αιτιατική τον ακροδέκτη τους ακροδέκτες
     κλητική ακροδέκτη ακροδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροδέκτης < ακρο- + δέκτης[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾoˈðe.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο‐δέ‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροδέκτης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία