ακροδέκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɾoˈðe.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐δέ‐κτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακροδέκτης αρσενικό
- (τεχνολογία) εξάρτημα ή η άκρη καλωδίου ηλεκτρικού κυκλώματος που προορίζεται για να συνδεθεί με άλλη, αντίστοιχη, άκρη ή εξάρτημα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ακροδέκτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας