Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
terminal terminals

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɚmɪnəl/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

terminal (en)

  1. τερματικός σταθμός
  2. (ειδικότερα) το κτήριο του σταθμού ενός μέσου μαζικής συγκοινωνίας που περιέχει τις εγκαταστάσεις για την άφιξη και την αναχώρηση επιβατών
  3. (τηλεπικοινωνίες) ακροδέκτης[1]
  4. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) τερματικό[1], ακραίος κόμβος (node) σε ένα δίκτυο
    → δείτε τη λέξη endpoint
  5. (πληροφορική) τερματικό (υπολογιστής)
  6. (πληροφορική) τερματικό (πρόγραμμα)
     συνώνυμα: (Windows): command prompt

Υπερώνυμα επεξεργασία

υλικό υπολογιστή, δίκτυο υπολογιστών:

Υπερώνυμα επεξεργασία

  • (δίκτυο υπολογιστών) host

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • terminal στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό terminal terminaux
θηλυκό terminale terminales

terminal (fr)

  1. (λόγιο) ακραίος
  2. τελικός
     συνώνυμα: final
     αντώνυμα: initial, premier

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
terminal terminaux

terminal (fr) αρσενικό

  1. o τερματικός σταθμός, τμήμα αεροδρομίου με εγκαταστάσεις για την άφιξη και την αναχώρηση επιβατών
  2. o τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός, εκεί όπου τερματίζει μια σιδηροδρομική γραμμή
  3. (πληροφορική) το τερματικό

Συγγενικά επεξεργασία



Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

terminal (tr)