ακρο-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακρο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκρο- < αρχαία ελληνική ἀκρο- < ἄκρο(ς)
- επιστημονικοί όροι για τα ανθρώπινα άκρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία acro- < αρχαία ελληνική ἄκρον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο-
Πρόθημα επεξεργασία
ακρο- ή ακρό- (και ακρ- πριν από φωνήεν)
- δηλώνει την άκρη, το άκρο ή την κορυφή αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
- (ιατρική) αναφέρεται στα ανθρώπινα άκρα όπως περιγράφει το δεύτερο συνθετικό
- (συνήθως λαϊκότροπο)
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ακρο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ακρό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ακρ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρο-
|
Πηγές επεξεργασία
- ακρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας