Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκρο- < αρχαία ελληνική ἀκρο- < ἄκρο(ς)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ακρο- ή ακρό- (και ακρ- πριν από φωνήεν)

  1. δηλώνει την άκρη, το άκρο ή την κορυφή αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό
    ακροδεξιά, ακροβούνι
    ακρόπολη
  2. (ιατρική) αναφέρεται στα ανθρώπινα άκρα όπως περιγράφει το δεύτερο συνθετικό
    ακρομεγαλία
  3. (συνήθως λαϊκότροπο)
    1. πολύ λίγο, κάπως για ό,τι δηλώνει το δεύτερο συνθετικό
      ακραγαπώ
    2. (επιτατικό) πάρα πολύ, υπερβολικά για ό,τι δηλώνει το δεύτερο συνθετικό
      ακρολυπούμαι
    3. πολύ δύσκολα, ίσα που για ό,τι δηλώνει το δεύτερο συνθετικό
      ακροζώ

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία