δύσκολα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δύσκολα < δύσκολος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.skɔ.la/
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
δύσκολα (τροπικό)
- με δυσκολία
- χωρίς πολλές πιθανότητες
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δύσκολα