χωρίς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χωρίς < αρχαία ελληνική χωρίς < χῶρος (/ χώρα) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
χωρίς
- (+ αιτιατική) μη έχοντας, μη συμπεριλαμβάνοντας (το εμπρόθετο δηλώνει εξαίρεση ή απουσία)
- ζει μόνος του, χωρίς οικογένεια
- το ταξίδι μάς στοίχισε 2000€, χωρίς τα αεροπορικά εισιτήρια
- (με παράλειψη της αιτιατικής)
- δύο πίτες γύρο με τζατζίκι και μία χωρίς, παρακαλώ
- (+ βουλητική πρόταση) δηλώνει αρνητικά τον τρόπο
- έγραψε καλά χωρίς να έχει διαβάσει πάρα πολύ σκληρά
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χωρίς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χωρίς < χῶρος (/ χώρα) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
χωρίς
- άνευ, δίχως, εκτός, πλήν
- χωριστά, ένας-ένας, μεμονωμένα
- διαφορετικά
- προσέτι
- χωρίς μέν... χωρίς δέ :! από τη μία..., όμως από την άλλη...