Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκαταλειμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκαταλειμμέν
ος
η
εγκαταλειμμέν
η
το
εγκαταλειμμέν
ο
γενική
του
εγκαταλειμμέν
ου
της
εγκαταλειμμέν
ης
του
εγκαταλειμμέν
ου
αιτιατική
τον
εγκαταλειμμέν
ο
την
εγκαταλειμμέν
η
το
εγκαταλειμμέν
ο
κλητική
εγκαταλειμμέν
ε
εγκαταλειμμέν
η
εγκαταλειμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκαταλειμμέν
οι
οι
εγκαταλειμμέν
ες
τα
εγκαταλειμμέν
α
γενική
των
εγκαταλειμμέν
ων
των
εγκαταλειμμέν
ων
των
εγκαταλειμμέν
ων
αιτιατική
τους
εγκαταλειμμέν
ους
τις
εγκαταλειμμέν
ες
τα
εγκαταλειμμέν
α
κλητική
εγκαταλειμμέν
οι
εγκαταλειμμέν
ες
εγκαταλειμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εγκαταλειμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εγκαταλείπω
,
εγκαταλείπομαι
Μετοχή
Επεξεργασία
εγκαταλειμμένος -η -ο
→
δείτε
τη λέξη
εγκαταλελειμμένος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αγγλικά
:
derelict
(en)