Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκαταλείπω < αρχαία ελληνική ἐγκαταλείπω < ἐν + κατά + λείπω

εγκαταλείπω, πρτ.: εγκατέλειπα, στ.μέλλ.: θα εγκαταλείψω, αόρ.: εγκατέλειψα, παθ.φωνή: εγκαταλείπομαι, μτχ.π.π.: εγκαταλελειμμένος

  1. αφήνω κάτι/κάποιον σε ένα σημείο, ώστε να μη χρειάζεται να φροντίζω πια γι' αυτό
    εγκατέλειψε το βρέφος που μόλις είχε γεννήσει στα σκαλιά ενός πλουσιόσπιτου
    έχει εγκαταλείψει το παλιό του αυτοκίνητο σε μια αλάνα
  2. παύω να ασχολούμαι συστηματικά με κάτι/κάποιον, ακόμη κι αν δεν έχω απομακρυνθεί από αυτό
    έχει εγκαταλείψει τα παιδιά της, απλώς τους μαγειρεύει, αλλά στην ουσία δεν ενδιαφέρεται γι' αυτά
    πρέπει να ασχοληθώ λίγο με τα μαθήματά μου· τελευταία τα έχω εγκαταλείψει εντελώς
  3. απομακρύνομαι από κάποιον χωρίς να του προσφέρω τη βοήθεια που όφειλα ή περίμενε από μένα
    εγκατέλειψε το θύμα του αβοήθητο
  4. απομακρύνομαι από κάποιον και παύω να διατηρώ σχέση μαζί του
    εγκατέλειψε τη γυναίκα του και ζει με την ερωμένη του
  5. παραιτούμαι από προσπάθεια, αγώνα κ.λπ.
    μην εγκαταλείπεις την προσπάθεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία