εγκαταλείπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαταλείπω < αρχαία ελληνική ἐγκαταλείπω < ἐν + κατά + λείπω
Ρήμα
επεξεργασίαεγκαταλείπω, πρτ.: εγκατέλειπα, στ.μέλλ.: θα εγκαταλείψω, αόρ.: εγκατέλειψα, παθ.φωνή: εγκαταλείπομαι, μτχ.π.π.: εγκαταλελειμμένος
- αφήνω κάτι/κάποιον σε ένα σημείο, ώστε να μη χρειάζεται να φροντίζω πια γι' αυτό
- εγκατέλειψε το βρέφος που μόλις είχε γεννήσει στα σκαλιά ενός πλουσιόσπιτου
- έχει εγκαταλείψει το παλιό του αυτοκίνητο σε μια αλάνα
- παύω να ασχολούμαι συστηματικά με κάτι/κάποιον, ακόμη κι αν δεν έχω απομακρυνθεί από αυτό
- έχει εγκαταλείψει τα παιδιά της, απλώς τους μαγειρεύει, αλλά στην ουσία δεν ενδιαφέρεται γι' αυτά
- πρέπει να ασχοληθώ λίγο με τα μαθήματά μου· τελευταία τα έχω εγκαταλείψει εντελώς
- απομακρύνομαι από κάποιον χωρίς να του προσφέρω τη βοήθεια που όφειλα ή περίμενε από μένα
- εγκατέλειψε το θύμα του αβοήθητο
- απομακρύνομαι από κάποιον και παύω να διατηρώ σχέση μαζί του
- εγκατέλειψε τη γυναίκα του και ζει με την ερωμένη του
- παραιτούμαι από προσπάθεια, αγώνα κ.λπ.
- μην εγκαταλείπεις την προσπάθεια