παύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παύ‐ω
Ρήμα 1
επεξεργασίαπαύω, αόρ.: έπαψα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παύω | έπαυα | θα παύω | να παύω | παύοντας | |
β' ενικ. | παύεις | έπαυες | θα παύεις | να παύεις | παύε | |
γ' ενικ. | παύει | έπαυε | θα παύει | να παύει | ||
α' πληθ. | παύουμε | παύαμε | θα παύουμε | να παύουμε | ||
β' πληθ. | παύετε | παύατε | θα παύετε | να παύετε | παύετε | |
γ' πληθ. | παύουν(ε) | έπαυαν παύαν(ε) |
θα παύουν(ε) | να παύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπαψα | θα πάψω | να πάψω | πάψει | ||
β' ενικ. | έπαψες | θα πάψεις | να πάψεις | πάψε | ||
γ' ενικ. | έπαψε | θα πάψει | να πάψει | |||
α' πληθ. | πάψαμε | θα πάψουμε | να πάψουμε | |||
β' πληθ. | πάψατε | θα πάψετε | να πάψετε | πάψτε | ||
γ' πληθ. | έπαψαν πάψαν(ε) |
θα πάψουν(ε) | να πάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πάψει | είχα πάψει | θα έχω πάψει | να έχω πάψει | ||
β' ενικ. | έχεις πάψει | είχες πάψει | θα έχεις πάψει | να έχεις πάψει | ||
γ' ενικ. | έχει πάψει | είχε πάψει | θα έχει πάψει | να έχει πάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε πάψει | είχαμε πάψει | θα έχουμε πάψει | να έχουμε πάψει | ||
β' πληθ. | έχετε πάψει | είχατε πάψει | θα έχετε πάψει | να έχετε πάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν πάψει | είχαν πάψει | θα έχουν πάψει | να έχουν πάψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταματάω
|
Ρήμα 2
επεξεργασίαπαύω, αόρ.: έπαυσα/έπαψα, παθ.φωνή: παύομαι, π.αόρ.: παύθηκα/παύτηκα, μτχ.π.π.: παυμένος
- (μεταβατικό) απολύω από την υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παύω | έπαυα | θα παύω | να παύω | παύοντας | |
β' ενικ. | παύεις | έπαυες | θα παύεις | να παύεις | παύε | |
γ' ενικ. | παύει | έπαυε | θα παύει | να παύει | ||
α' πληθ. | παύουμε | παύαμε | θα παύουμε | να παύουμε | ||
β' πληθ. | παύετε | παύατε | θα παύετε | να παύετε | παύετε | |
γ' πληθ. | παύουν(ε) | έπαυαν παύαν(ε) |
θα παύουν(ε) | να παύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπαψα | θα πάψω | να πάψω | πάψει | ||
β' ενικ. | έπαψες | θα πάψεις | να πάψεις | πάψε | ||
γ' ενικ. | έπαψε | θα πάψει | να πάψει | |||
α' πληθ. | πάψαμε | θα πάψουμε | να πάψουμε | |||
β' πληθ. | πάψατε | θα πάψετε | να πάψετε | πάψτε | ||
γ' πληθ. | έπαψαν πάψαν(ε) |
θα πάψουν(ε) | να πάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πάψει | είχα πάψει | θα έχω πάψει | να έχω πάψει | ||
β' ενικ. | έχεις πάψει | είχες πάψει | θα έχεις πάψει | να έχεις πάψει | έχε παυμένο | |
γ' ενικ. | έχει πάψει | είχε πάψει | θα έχει πάψει | να έχει πάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε πάψει | είχαμε πάψει | θα έχουμε πάψει | να έχουμε πάψει | ||
β' πληθ. | έχετε πάψει | είχατε πάψει | θα έχετε πάψει | να έχετε πάψει | έχετε παυμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πάψει | είχαν πάψει | θα έχουν πάψει | να έχουν πάψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παυμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παυμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παυμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παυμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παύομαι | παυόμουν(α) | θα παύομαι | να παύομαι | ||
β' ενικ. | παύεσαι | παυόσουν(α) | θα παύεσαι | να παύεσαι | παύου | |
γ' ενικ. | παύεται | παυόταν(ε) | θα παύεται | να παύεται | ||
α' πληθ. | παυόμαστε | παυόμαστε παυόμασταν |
θα παυόμαστε | να παυόμαστε | ||
β' πληθ. | παύεστε | παυόσαστε παυόσασταν |
θα παύεστε | να παύεστε | παύεστε | |
γ' πληθ. | παύονται | παύονταν παυόντουσαν |
θα παύονται | να παύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παύθηκα | θα παυθώ | να παυθώ | παυθεί | ||
β' ενικ. | παύθηκες | θα παυθείς | να παυθείς | παύσου | ||
γ' ενικ. | παύθηκε | θα παυθεί | να παυθεί | |||
α' πληθ. | παυθήκαμε | θα παυθούμε | να παυθούμε | |||
β' πληθ. | παυθήκατε | θα παυθείτε | να παυθείτε | παυθείτε | ||
γ' πληθ. | παύθηκαν παυθήκαν(ε) |
θα παυθούν(ε) | να παυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παυθεί | είχα παυθεί | θα έχω παυθεί | να έχω παυθεί | παυμένος | |
β' ενικ. | έχεις παυθεί | είχες παυθεί | θα έχεις παυθεί | να έχεις παυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παυθεί | είχε παυθεί | θα έχει παυθεί | να έχει παυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παυθεί | είχαμε παυθεί | θα έχουμε παυθεί | να έχουμε παυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παυθεί | είχατε παυθεί | θα έχετε παυθεί | να έχετε παυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παυθεί | είχαν παυθεί | θα έχουν παυθεί | να έχουν παυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι παυμένος - είμαστε, είστε, είναι παυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν παυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν παυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι παυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι παυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι παυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι παυμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | παύω | παύομαι |
Παρατατικός | ἔπαυον | ἐπαυόμην |
Μέλλοντας | παύσω | παύσομαι, παυσθήσομαι, παυθήσομαι, ελληνιστική παήσομαι |
Αόριστος | ἔπαυσα | ἐπαυσάμην, ἐπαύσθην, ἐπαύθην, ελληνιστική ἐπάην |
Παρακείμενος | πέπαυκα | πέπαυμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπαύκειν | ἐπεπαύμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπαύω
- διακόπτω
- (για πράγματα) τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ, ελαττώνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, 1295 (1293-1295)
- ἃ δ᾽ ἁρμόσει μοι τῷ παρόντι νῦν χρόνῳ | σήμαιν᾽, ὅπου φανέντες ἢ κεκρυμμένοι | γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν τῇ νῦν ὁδῷ.
- Μόν᾽ ό,τι θα ταιριάζει σ᾽ αυτή τώρα | την περίσταση μάθε μου, να ξέρω | πού να φανερωθούμε ή να κρυφτούμε, | για να βάλομε τέλος στων εχθρών μας | τα γέλια με το σημερνό ερχομό μας·
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἃ δ᾽ ἁρμόσει μοι τῷ παρόντι νῦν χρόνῳ | σήμαιν᾽, ὅπου φανέντες ἢ κεκρυμμένοι | γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν τῇ νῦν ὁδῷ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 4, 1126a
- ἡ γὰρ τιμωρία παύει τῆς ὀργῆς, ἡδονὴν ἀντὶ τῆς λύπης ἐμποιοῦσα.
- η εκδίκηση σταματάει, πράγματι, την οργή, καθώς στη θέση της λύπης προκαλεί ευχαρίστηση.
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἡ γὰρ τιμωρία παύει τῆς ὀργῆς, ἡδονὴν ἀντὶ τῆς λύπης ἐμποιοῦσα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, 1295 (1293-1295)
- (+ αιτιατική προσ. και γενική πράγμ., για πρόσωπα) εμποδίζω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, απωθώ
- κάνω κάποιον να σταματήσει σκοτώνοντάς τον
- απομακρύνω κάποιον από την εξουσία, από το αξίωμα ή τη θέση του
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 66.3
- Περίαλλος ἡ πρόμαντις ἐπαύσθη τῆς τιμῆς.
- η ιέρεια του μαντείου, η Περίαλλα, έχασε το αξίωμά της.
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Περίαλλος ἡ πρόμαντις ἐπαύσθη τῆς τιμῆς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 66.3
- (+ απαρέμφατο) σταματώ κάποιον από το να κάνει ή να είναι κάτι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 67.1
- Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται·
- ο Κλεισθένης, ύστερ᾽ από τον πόλεμο που έκανε με τους Αργείους, πρώτα πρώτα κατάργησε τους αγώνες απαγγελίας των ομηρικών επών στη Σικυώνα, γιατί σ᾽ αυτά περισσότερο από κάθε άλλη χώρα εξυμνείται το Άργος και οι Αργείοι
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Κλεισθένης γὰρ Ἀργείοισι πολεμήσας τοῦτο μὲν ῥαψῳδοὺς ἔπαυσε ἐν Σικυῶνι ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκα, ὅτι Ἀργεῖοί τε καὶ Ἄργος τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 67.1
- (+ μετοχή ενεστώτα) εμποδίζω, παύω κάποιον από το να κάνει ή να είναι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 121 Φίλιππος, 121
- Οὓς εἰ μὴ παύσομεν ἀθροιζομένους βίον αὐτοῖς ἱκανὸν πορίσαντες, λήσουσιν ἡμᾶς τοσοῦτοι γενόμενοι τὸ πλῆθος ὥστε μηδὲν ἧττον αὐτοὺς εἶναι φοβεροὺς τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις·
- Αυτούς αν δεν τους εμποδίσουμε να αυξηθούν, παρέχοντάς τους απλόχερα τα μέσα της ζωής, ούτε που θα το καταλάβουμε πότε θα γίνουν τόσο πολλοί, ώστε να είναι το ίδιο επικίνδυνοι στους Έλληνες όσο και στους βαρβάρους.
- Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- Οὓς εἰ μὴ παύσομεν ἀθροιζομένους βίον αὐτοῖς ἱκανὸν πορίσαντες, λήσουσιν ἡμᾶς τοσοῦτοι γενόμενοι τὸ πλῆθος ὥστε μηδὲν ἧττον αὐτοὺς εἶναι φοβεροὺς τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Φίλιππος, 121 Φίλιππος, 121
- μεσοπαθητική φωνή:
- ησυχάζω, σταματώ με τη θέλησή μου ή με εξαναγκασμό
- σταματώ, διακόπτω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 13.1
- Ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν καὶ τῆς ὑστεραίας μέρος τι προσβολὰς ποιησάμενοι ἐπέπαυντο·
- Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού έκαναν επιθέσεις ολόκληρη εκείνη την ημέρα κι ένα μέρος της επομένης, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν καὶ τῆς ὑστεραίας μέρος τι προσβολὰς ποιησάμενοι ἐπέπαυντο·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου β′, 29
- οὔτε γὰρ αὐτὸς ἄν ποθ᾽ ὑπέμεινα πρεσβεύειν, οὔτ᾽ ἂν ὑμεῖς οἶδ᾽ ὅτι ἐπαύσασθε πολεμοῦντες,
- Γιατί ούτε και εγώ ο ίδιος θα δεχόμουν ποτέ να μετάσχω στην αποστολή πρέσβεων ούτε εσείς προφανώς θα σταματούσατε τον πόλεμο,
- Μετάφραση (2003): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὔτε γὰρ αὐτὸς ἄν ποθ᾽ ὑπέμεινα πρεσβεύειν, οὔτ᾽ ἂν ὑμεῖς οἶδ᾽ ὅτι ἐπαύσασθε πολεμοῦντες,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 13.1
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- ιωνικός τύπος : παρατατικός: παύεσκον
- επικός τύπος : αόριστος: παῦσα
- ιωνικός τύπος : γ' ενικό πρόσωπο παθητικού παρατατικού: παυέσκετο
- επικός τύπος : παθητικός αόριστος: παύθην
Πηγές
επεξεργασία- παύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.