Δείτε επίσης: Παῦσις, παύση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παῦσῐς αἱ παύσεις
      γενική τῆς παύσεως τῶν παύσεων
      δοτική τῇ παύσει ταῖς παύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παῦσῐν τὰς παύσεις
     κλητική ! παῦσῐ παύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παύσει
γεν-δοτ τοῖν  παυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παῦσις, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < παύω + -σις [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παῦσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη παύω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. παύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.