παῦσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παῦσῐς | αἱ | παύσεις |
γενική | τῆς | παύσεως | τῶν | παύσεων |
δοτική | τῇ | παύσει | ταῖς | παύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παῦσῐν | τὰς | παύσεις |
κλητική ὦ! | παῦσῐ | παύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παυσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαῦσις, -εως θηλυκό
- παύση, τερματισμός, σταμάτημα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Ιερεμίας , 31.2, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνους, καὶ παῦσιν παύσεται. ὄπισθέν σου βαδιεῖται μάχαιρα,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De placitis Hippocratis et Platonis, 4.7, p. 420 @scaife.perseus
- ὃν τρόπον γὰρ ἡ θρήνων παῦσις γίνεται, καὶ κλαυθμοὶ, τοιαῦτα εὔλογον καὶ ἐπ’ ἐκείνων συντυγχάνειν,
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Ιερεμίας , 31.2, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. παύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- παῦσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.