↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάπαυσῐς αἱ καταπαύσεις
      γενική τῆς καταπαύσεως τῶν καταπαύσεων
      δοτική τῇ καταπαύσει ταῖς καταπαύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάπαυσῐν τὰς καταπαύσεις
     κλητική ! κατάπαυσῐ καταπαύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταπαύσει
γεν-δοτ τοῖν  καταπαυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάπαυσις < καταπαύ(ω) + -σις < κατά + παύω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάπαυση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάπαυσις, -εως θηλυκό

  1. σταμάτημα
  2. κατάλυση, καθαίρεση, εκθρόνιση
  3. (ελληνιστική σημασία) γαλήνεμα, ειρήνευση

Συγγενικά

επεξεργασία