κατάπαυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κατάπαυσῐς | αἱ | καταπαύσεις |
γενική | τῆς | καταπαύσεως | τῶν | καταπαύσεων |
δοτική | τῇ | καταπαύσει | ταῖς | καταπαύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κατάπαυσῐν | τὰς | καταπαύσεις |
κλητική ὦ! | κατάπαυσῐ | καταπαύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταπαύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καταπαυσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατάπαυσις < καταπαύ(ω) + -σις < κατά + παύω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάπαυση
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάπαυσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κατάπαυσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάπαυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.