καταπαύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταπαύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπαύω
- θα καταπαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπαύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καταπαύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάπαυση