Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καταπαύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπαύω
  2. θα καταπαύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπαύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καταπαύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάπαυση