πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάπαυση οι καταπαύσεις
      γενική της κατάπαυσης* των καταπαύσεων
    αιτιατική την κατάπαυση τις καταπαύσεις
     κλητική κατάπαυση καταπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάπαυση θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία