κατάπαυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάπαυση | οι | καταπαύσεις |
γενική | της | κατάπαυσης* | των | καταπαύσεων |
αιτιατική | την | κατάπαυση | τις | καταπαύσεις |
κλητική | κατάπαυση | καταπαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπαυσις, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cessation[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάπαυση θηλυκό
- η απόλυτη παύση ή οριστική διακοπή συνήθως μίας έντονης και αρνητικής δραστηριότητας
- ↪ Διατάχθηκε κατάπαυση του πυρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κατάπαυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας