πυρ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πυρ | τα | πυρά |
γενική | του | πυρός | των | πυρών |
αιτιατική | το | πυρ | τα | πυρά |
κλητική | πυρ | πυρά | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πυρ ουδέτερο
- (λόγιο) φωτιά
- (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
- βολή πυροβόλου όπλου
- ※ Στην κορφή του βουνού ακουστήκαν πριν από λίγο πυκνά πυρά, ησυχία ύστερα απόλυτη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι]])
- (πληθυντικός) τα πυρά:
- ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
- (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
- ↪ Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- πυρκαγιά
- πύραυνος
- πυροβασία
- πυρίβλητος
- πυριγενής
- πυρίγονος
- πυριγόνος
- πυριτοδαποθήκη
- πυριτιδοποιός
- πυροδοτώ
- πυροειδής
- πυρκαϊά
- πυρίκαυστος
- πυρίκμητος
- πυροκλόπος
- πυρίμαχος
- πυρρίχιος
- πυροβολείο
- πυροβόλο
- πυρογραφία
- πυρρόθριξ
- πυρολατρία
- πυρόλυση
- πυρομαντεία
- πυρόμετρο
- πυρίπνοος
- πυρπολώ
- πυροπροστασία
- πυρορραγής
- πυροσβεστήρας
- πυροστιά
- πυροτέχνημα
- πυροτεχνουργός
- πυροφάνι
- πυρίφατος
- πυριφλεγέθων
- πυριφλεγής
- πυροφόρος
- πυρρόχρους
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αιώνιο πυρ
- άσβεστο πυρ
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός
- γραμμή πυρός
- δια πυρός και σιδήρου
- διασταυρούμενα πυρά
- έλεγχος πυρός
- έναρξη πυρός
- καταιγισμός πυρός
- κατάπαυση του πυρός
- παρανάλωμα του πυρός
- υγρόν πυρ
- φράγμα πυρός ή φραγμός πυρός
- πυρ άγιο
- πυρ αθάνατο
- πυρ, γυνή και θάλασσα
- πυρ και μανία
- στο πυρ το εξώτερο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
πυρ!
- (στρατιωτικό παράγγελμα) διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- πυρ κατά βούληση: εκτέλεση βολών χωρίς επί μέρους αναμονή εντολής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πυρ
κατάπαυση του πυρός
διασταυρούμενα πυρά
πυρ κατά βούληση!