↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροβασία οι πυροβασίες
      γενική της πυροβασίας των πυροβασιών
    αιτιατική την πυροβασία τις πυροβασίες
     κλητική πυροβασία πυροβασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροβασία < πυρο- + -βασία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fire walking

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.ɾo.vaˈsi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυροβασία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία