Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελετουργικός η τελετουργική το τελετουργικό
      γενική του τελετουργικού της τελετουργικής του τελετουργικού
    αιτιατική τον τελετουργικό την τελετουργική το τελετουργικό
     κλητική τελετουργικέ τελετουργική τελετουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελετουργικοί οι τελετουργικές τα τελετουργικά
      γενική των τελετουργικών των τελετουργικών των τελετουργικών
    αιτιατική τους τελετουργικούς τις τελετουργικές τα τελετουργικά
     κλητική τελετουργικοί τελετουργικές τελετουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελετουργικός < τελετουργία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

τελετουργικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην ή έχει το χαρακτήρα της τελετουργίας
    το δείπνο έγινε με τελετουργικό τρόπο

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία