τελετουργικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τελετουργικός < τελετουργία + -ικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τελετουργικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ή έχει το χαρακτήρα της τελετουργίας
- το δείπνο έγινε με τελετουργικό τρόπο
τελετουργικός, -ή, -ό