ritual
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈrɪ.tʃu.əl/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ritual (en)
- τελετουργικός, σχετικός με μια τελετή
- They performed the ritual lighting of the candles.
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ritual (en)
- το τελετουργικό, η τελετή
- They carried out the ritual carefully.