τελετουργικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τελετουργικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τελετουργικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.le.tuɾ.ʝiˈko/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
τελετουργικό
- αιτιατική ενικού του τελετουργικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τελετουργικός