Ετυμολογία

επεξεργασία
(επίθετο) rituel < λατινική ritualis
(ουσιαστικό) rituel < λατινική rituales

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁi.tɥɛl/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rituel rituels
θηλυκό rituelle rituelles

rituel (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rituel rituels

rituel (fr) αρσενικό

  1. το τελετουργικό