ritualis
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ritualis
- τελετουργικός
- σχετικός με τις θρησκευτικές τελετές
- (πληθυντικός ουσιαστικοποιημένος) ritualia: θρησκευτικές τελετές
ritualis |
- |
-
|
ritualiter |
- |
-
|
ritualis
ritualis |
- |
-
|
ritualiter |
- |
-
|