θρησκευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρησκευτικός < (ελληνιστική κοινή)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θɾi.sce.ftiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /θɾi.sce.ftiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /θɾi.sce.ftiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαθρησκευτικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη θρησκεία
- θρησκευτικό συναίσθημα, θρησκευτικοί πόλεμοι
Εκφράσεις
επεξεργασία- με θρησκευτική ευλάβεια: με μεγάλη προσοχή