Ετυμολογία 1

επεξεργασία

θρησκευτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θρησκευτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρησκευτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • το σχολικό μάθημα που αποσκοπεί στην ενημέρωση των μαθητών σχετικά με τις θρησκείες γενικά και ιδιαίτερα τη θρησκεία στην οποία πιστεύουν
    ※  Το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρείται σημαντικό εάν λάβουμε υπόψη ότι η διδασκαλία για τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα και την εξαποκαλύψεως αλήθεια είχε ισχύ ακόμη από την προεπαναστατική περίοδο, καθώς καταλάμβανε σημαντικό τμήμα στη στοιχειώδη εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά αποτέλεσε και δυναμογόνο παράγοντα στην αντίσταση κατά του τουρκικού ζυγού. (Φανή Αργυροπούλου, Τα σχολικά βιβλία των θρησκευτικών της Ε΄τάξης του δημοτικού σχολείου από το 1992 έως το 2007. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση., ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2013 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

θρησκευτικά < θρησκευτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

θρησκευτικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

θρησκευτικά