↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεπαναστατικός η προεπαναστατική το προεπαναστατικό
      γενική του προεπαναστατικού της προεπαναστατικής του προεπαναστατικού
    αιτιατική τον προεπαναστατικό την προεπαναστατική το προεπαναστατικό
     κλητική προεπαναστατικέ προεπαναστατική προεπαναστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεπαναστατικοί οι προεπαναστατικές τα προεπαναστατικά
      γενική των προεπαναστατικών των προεπαναστατικών των προεπαναστατικών
    αιτιατική τους προεπαναστατικούς τις προεπαναστατικές τα προεπαναστατικά
     κλητική προεπαναστατικοί προεπαναστατικές προεπαναστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεπαναστατικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

προεπαναστατικός, -ή, -ό

  • που έχει λάβει χώρα πριν την αναφερόμενη επανάσταση (με το εκάστοτε κείμενο στο οποίο εντάσσεται η λέξη)
    ※  Το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρείται σημαντικό εάν λάβουμε υπόψη ότι η διδασκαλία για τα ορθόδοξα χριστιανικά δόγματα και την εξαποκαλύψεως αλήθεια είχε ισχύ ακόμη από την προεπαναστατική περίοδο, καθώς καταλάμβανε σημαντικό τμήμα στη στοιχειώδη εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά αποτέλεσε και δυναμογόνο παράγοντα στην αντίσταση κατά του τουρκικού ζυγού.
    Φανή Αργυροπούλου, Τα σχολικά βιβλία των θρησκευτικών της Ε΄τάξης του δημοτικού σχολείου από το 1992 έως το 2007. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2013 @ikee.lib.auth.gr

  Μεταφράσεις

επεξεργασία