ζυγός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζυγός | οι | ζυγοί |
γενική | του | ζυγού | των | ζυγών |
αιτιατική | τον | ζυγό | τους | ζυγούς |
κλητική | ζυγέ | ζυγοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζυγός < αρχαία ελληνική ζυγός, άλλη μορφή του ζυγόν < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *iugóm «ζυγός»
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζυγός αρσενικό
- όργανο μέτρησης της μάζας
- ζυγός ακριβείας
- ξύλινο εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων
- πέρνα το ζυγό στο βόδι
- η δουλεία, η σκλαβιά
- ο ζυγός των κατακτητών
- σειρά στρατιωτών, μαθητών κ.λπ. σε ειδική παράταξη και παράγγελμα
- 'εφ' ενός ζυγού ή επί δύο ζυγών κ.ο.κ.
- τους ζυγούς λύσατε! (αραιώσατε! ή πυκνώσατε!)
- (γεωγραφία) διάσελο, αυχένας (βουνού)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ζυγός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ζυγός -ή - ό
- (αριθμητική) που διαιρείται ακριβώς με το 2, ο άρτιος (αριθμός), κάτι που είναι διπλό ή ζευγαρωτό
- ο κάτοχος ΙΧ με ζυγό αριθμό
- δεν κυκλοφορώ σήμερα, είμαι ζυγός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ζυγός αρσενικό
- άλλη μορφή του ζυγόν