σκλαβιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκλαβιά | οι | σκλαβιές |
γενική | της | σκλαβιάς | των | σκλαβιών |
αιτιατική | τη | σκλαβιά | τις | σκλαβιές |
κλητική | σκλαβιά | σκλαβιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκλαβιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκλαβιά < σκλάβος + -ιά[1] < Σκλαβηνός < απώτατης σλαβικής αρχής[2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκλαβιά θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «σκλαβιά» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.