διάσελο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διάσελο | τα | διάσελα |
γενική | του | διάσελου | των | διάσελων |
αιτιατική | το | διάσελο | τα | διάσελα |
κλητική | διάσελο | διάσελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διά‐σε‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάσελο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) το σχετικό ομαλό κομμάτι που ενώνει δυο κορυφές, ο αυχένας του βουνού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διάσελο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας