Δείτε επίσης: Διάσελο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάσελο τα διάσελα
      γενική του διάσελου των διάσελων
    αιτιατική το διάσελο τα διάσελα
     κλητική διάσελο διάσελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διάσελο < δια- + σέλ(α) + -ο[1]
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάσελο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάσελο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία