πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέλα οι σέλες
      γενική της σέλας των σελών
    αιτιατική τη σέλα τις σέλες
     κλητική σέλα σέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σέλα σε ράχη αλόγου
σέλα ποδηλάτου
το πάνω μέρος από τη σέλα μιας μοτοσικλέτας

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία