μοτοσικλέτα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μοτοσικλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική motocyclett(e) + κατάληξη θηλυκού -α, με επίθημα -έτα. Δείτε και cycle (κύκλος).[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.to.siˈkle.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐το‐σι‐κλέ‐τα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μοτοσικλέτα θηλυκό και μοτοσυκλέτα
- δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα, ιδιαίτερα αυτό που έχει κυβισμό μεγαλύτερο των 50cc, διακρινόμενο έτσι από το μοτοποδήλατο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μοτοποδήλατο, μοτοσακό
- Harley (αγγλικά)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μοτοσικλέτα
Επεξεργασία
- ↑ μοτοσικλέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.