Ετυμολογία

επεξεργασία
motorcycle < motor + cycle

  Προφορά

επεξεργασία

/ˈməʊtəsʌɪk(ə)l/, /ˈməʊtəˌsaikəl/, /ˈmoʊtɚˌsaɪkəl/, /ˈmoʊɾɚˌsaɪkl̩/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
motorcycle motorcycles

motorcycle (en)

ενεστώτας motorcycle
γ΄ ενικό ενεστώτα motorcycles
αόριστος motorcycled
παθητική μετοχή motorcycled
ενεργητική μετοχή motorcycling

motorcycle (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία