motorcycle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˈməʊtəsʌɪk(ə)l/, /ˈməʊtəˌsaikəl/, /ˈmoʊtɚˌsaɪkəl/, /ˈmoʊɾɚˌsaɪkl̩/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
motorcycle | motorcycles |
motorcycle (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | motorcycle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | motorcycles |
αόριστος | motorcycled |
παθητική μετοχή | motorcycled |
ενεργητική μετοχή | motorcycling |
motorcycle (en)
- (αμετάβατο) πηγαίνω με μοτοσικλέτα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- motorcycle στην αγγλική Βικιπαίδεια