Ετυμολογία

επεξεργασία
cycle < λατινική cyclus < αρχαία ελληνική κύκλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cycle cycles

cycle (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • cycle στην αγγλική Βικιπαίδεια  
ενεστώτας cycle
γ΄ ενικό ενεστώτα cycles
αόριστος cycled
παθητική μετοχή cycled
ενεργητική μετοχή cycling

cycle (en)

  1. κάνω ποδήλατο
     συνώνυμα: → δείτε το ρήμα bike
  2. αναβοσβήνω μια συσκευή



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cycle < λατινική cyclus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cycle (fr)