Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cycle cycles

cycle (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • cycle στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενεστώτας cycle
γ΄ ενικό ενεστώτα cycles
αόριστος cycled
παθητική μετοχή cycled
ενεργητική μετοχή cycling

cycle (en)

  1. κάνω ποδήλατο
     συνώνυμα:  δείτε το ρήμα bike
  2. αναβοσβήνω μια συσκευή