ενεστώτας recycle
γ΄ ενικό ενεστώτα recycles
αόριστος recycled
παθητική μετοχή recycled
ενεργητική μετοχή recycling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
recycle < re- + cycle

recycle (en)

  • ανακυκλώνω, επεξεργάζομαι υλικό ήδη χρησιμοποιημένο, έτσι ώστε να μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί
    ⮡  Paper and aluminum are materials that are recycled.
    Το χαρτί και το αλουμίνιο είναι υλικά που ανακυκλώνονται.