κυπριακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κυπριακά | ||
γενική | των | κυπριακών | ||
αιτιατική | τα | κυπριακά | ||
κλητική | κυπριακά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
κυπριακά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυπριακός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυπριακά ουδέτερο στον πληθυντικό
- η κυπριακή διάλεκτος της νέας ελληνικής γλώσσας ή της μεσαιωνικής όπως μιλήθηκε ή μιλιέται στην Κύπρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
κυπριακά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κυπριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυπριακός