Cypriot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Cypriot | Cypriots |
Επίθετο
επεξεργασίαCypriot (en)
- κυπριώτικος, ο της Κύπρου
Ουσιαστικό
επεξεργασίαCypriot (en)
- (εθνικό όνομα) ο Κύπριος, η Κύπρια
ενικός | πληθυντικός |
Cypriot | Cypriots |
Cypriot (en)
Cypriot (en)