δίκυκλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκυκλο | τα | δίκυκλα |
γενική | του | δίκυκλου & δικύκλου |
των | δίκυκλων & δικύκλων |
αιτιατική | το | δίκυκλο | τα | δίκυκλα |
κλητική | δίκυκλο | δίκυκλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκυκλο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bicycle < bi- (δι-) + cycle < αρχαία ελληνική κύκλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίκυκλο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδίκυκλο