ενικός         πληθυντικός  
moto motos

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moto (fr) θηλυκό



  Ετυμολογία

επεξεργασία

moto < αποκοπή του motocicletta

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moto (it)

  1. η κίνηση
  2. (μέσο μεταφορών) η μοτοσυκλέτα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

moto (sw)