moto
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
moto | motos |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
moto (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
moto < αποκοπή του motocicletta
Ουσιαστικό επεξεργασία
moto (it)
- η κίνηση
- (μέσο μεταφορών) η μοτοσυκλέτα
Σουαχίλι (sw) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
moto (sw)