φωτιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτιά | οι | φωτιές |
γενική | της | φωτιάς | των | φωτιών |
αιτιατική | τη | φωτιά | τις | φωτιές |
κλητική | φωτιά | φωτιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φωτιά < μεσαιωνική ελληνική φωτία (λάμψη) < φωτ- (< φῶς) + -ία (> -ιά)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φωτιά θηλυκό
- η ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός η οποία παρατηρείται κατά τη γρήγορη καύση εύφλεκτου υλικού που συνοδεύεται συνήθως από φλόγα
- η πυρκαγιά
- ξέσπασε μεγάλη φωτιά στο δάσος
- (κατ' επέκταση) η λάμψη
- τα μάτια του πετούσαν φωτιές
- μέσο για το άναμμα φωτιάς
- δεν έχω φωτιά επάνω μου
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ανάβω φωτιά : προκαλώ ένταση, κρίση
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά : είμαι σίγουρος για κάτι
- ※ Εξάλλου το Σωτήρη τον ήξερε για τόσο φιλήσυχο, που γι' αυτόν θα 'βαζε και το χέρι του στη φωτιά. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
- να πέσει φωτιά να με κάψει : σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει όρκο
- ρίχνω λάδι στη φωτιά : προκαλώ εκνευρισμό
- φωτιά και λάβρα (ή λαύρα) :
- ο καύσωνας
- κάποιος πολύ εκνευρισμένος
- άσ'τον ήσυχο σήμερα, είναι φωτιά και λάβρα
- κάτι πανάκριβο
- τα ρούχα σήμερα είναι φωτιά και λάβρα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φωτιά