φῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαουσιαστικά μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
φωτ-ς > φῶς | ||||||||
ονομαστική | τὸ | φῶς | τὰ | φῶτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | φωτός | τῶν | φώτων | ||||
δοτική | τῷ | φωτῐ́ | τοῖς | φωσῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | φῶς | τὰ | φῶτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | φῶς | φῶτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φῶτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φώτοιν | ||||||
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μονοσύλλαβα' όπως «μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φῶς: συνηρημένη μορφή της λέξης φάος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφῶς ουδέτερο
- το φως
- αττικός τύπος του φάος
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
φωτ-
φωτ-
& φωτο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτο- στο Βικιλεξικό όπως |
→ δείτε και τη λέξη φάος για θέματα φα- φαε-
Πηγές
επεξεργασία- φῶς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.