φῶς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φῶς < αρχαία ελληνική φῶς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φῶς
- πολυτονική γραφή του φως
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | φῶς | φῶτε | φῶτα |
Γενική | φωτός | φωτοῖν | φώτων |
Δοτική | φωτί | φωτοῖν | φωσί(ν) |
Αιτιατική | φῶς | φῶτε | φῶτα |
Κλητική | φῶς | φῶτε | φῶτα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φῶς < συνηρημένη μορφή της λέξης φάος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φῶς ουδέτερο
- το φως
- αττικός τύπος του φάος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- φωσφόρεια
- φωσφορέω
- φωσφορία
- φώσφορος
- φωσφόρος
- φώσκω
- φωστήρ
- φωταγωγέω
- φωταγωγός
- φωτεινός
- φωτίγγιον
- φώτισις
- φωτισμός
- φωτίζω
- φωτοειδής