Δείτε επίσης: φωσφόρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φώσφορος οι φώσφοροι
      γενική του φώσφορου
φωσφόρου
των φώσφορων
φωσφόρων
    αιτιατική τον φώσφορο τους φώσφορους
φωσφόρους
     κλητική φώσφορε φώσφοροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και τις κλίσεις φωσφόρος (αρσενικό)
και φωσφόρο (ουδέτερο).
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φώσφορος < → δείτε τη λέξη φωσφόρος με αναβιβασμό τόνου για ένδειξη σύνθεσης κατά τα -φορος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfo.sfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωσ‐φό‐ρος
τονικό παρώνυμο: φωσφόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φώσφορος ή φωσφόρος (αρσενικό) και φώσφορο (ουδέτερο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία