φωσφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωσφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωσφόρος εννοείται «ἀστήρ» < φῶς + -φόρος (φέρω
- για το χημικό στοιχείο < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική phosphore < αρχαία ελληνική φωσφόρος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fosˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φωσ‐φό‐ρος
- τονικό παρώνυμο:
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωσφόρος ή φώσφορος (αρσενικό) και φώσφορο (ουδέτερο)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωσφόρος | οι | φωσφόροι |
γενική | του | φωσφόρου | των | φωσφόρων |
αιτιατική | τον | φωσφόρο | τους | φωσφόρους |
κλητική | φωσφόρε | φωσφόροι | ||
Συνήθως στον ενικό. Δείτε και τις κλίσεις φώσφορος (αρσενικό) και φωσφόρο (ουδέτερο). | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 15 και χημικό σύμβολο το P, που έχει την ιδιότητα να φέγγει στο σκοτάδι
- κοινή ονομασία για ουσίες που φωσφορίζουν
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φωσφόρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωσφόρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φωσφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωσφόρος < φῶς + -φόρος (< φέρω)
- και ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φωσφόρος, εννοείται «ἀστήρ»
Επίθετο
επεξεργασίαφωσφόρος, -ος, -ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωσφόρος
- (αστρονομία) το αστέρι που προαναγγέλλει το φως της νέας μέρας, ο Αυγερινός
Πηγές
επεξεργασία- φωσφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωσφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.