Δείτε επίσης: φώσφορος
  • Χημικό στοιχείο: P
  • Ατομικός αριθμός : 15
  • Προηγούμενο = Si
  • Επόμενο = S

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωσφόρος εννοείται «ἀστήρ» < φῶς + -φόρος (φέρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fosˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωσ‐φό‐ρος
τονικό παρώνυμο:

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωσφόρος ή φώσφορος (αρσενικό) και φώσφορο (ουδέτερο)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωσφόρος οι φωσφόροι
      γενική του φωσφόρου των φωσφόρων
    αιτιατική τον φωσφόρο τους φωσφόρους
     κλητική φωσφόρε φωσφόροι
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και τις κλίσεις φώσφορος (αρσενικό)
και φωσφόρο (ουδέτερο).
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
  1. (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 15 και χημικό σύμβολο το P, που έχει την ιδιότητα να φέγγει στο σκοτάδι
  2. κοινή ονομασία για ουσίες που φωσφορίζουν

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φωσφόρος τὸ φωσφόρον
      γενική τοῦ/τῆς φωσφόρου τοῦ φωσφόρου
      δοτική τῷ/τῇ φωσφόρ τῷ φωσφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν φωσφόρον τὸ φωσφόρον
     κλητική ! φωσφόρε φωσφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φωσφόροι τὰ φωσφόρ
      γενική τῶν φωσφόρων τῶν φωσφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς φωσφόροις τοῖς φωσφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φωσφόρους τὰ φωσφόρ
     κλητική ! φωσφόροι φωσφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φωσφόρω τὼ φωσφόρω
      γεν-δοτ τοῖν φωσφόροιν τοῖν φωσφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφόρος < φῶς + -φόρος (< φέρω)
και ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φωσφόρος, εννοείται «ἀστήρ»

  Επίθετο

επεξεργασία

φωσφόρος, -ος, -ον

  1. που φέρνει το φως
  2. που κρατάει πυρσό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωσφόρος