Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φώσφορο τα φώσφορα
      γενική του φώσφορου των φώσφορων
    αιτιατική το φώσφορο τα φώσφορα
     κλητική φώσφορο φώσφορα
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και τις κλίσεις των αρσενικών
φωσφόρος και φωσφόρος (ουδέτερο).
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φώσφορο < → δείτε τη λέξη φωσφόρος, με μεταπλασμό σε ουδέτερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φώσφορο (ουδέτερο) ή φώσφορος, φωσφόρος (αρσενικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία