Ετυμολογία

επεξεργασία
φωσφορίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phosphoriser[1] [2] + -ίζω < phosphore < αρχαία ελληνική φωσφόρος < φάος + φέρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.sfoˈri.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐σφο‐ρί‐ζω

φωσφορίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φωσφορίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. φωσφορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας