φωσφορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωσφορίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phosphoriser[1] [2] + -ίζω < phosphore < αρχαία ελληνική φωσφόρος < φάος + φέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.sfoˈri.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐σφο‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαφωσφορίζω
- φέγγω στο σκοτάδι, δημιουργείται φωσφορισμός
- Ανακαλύφθηκε νέο είδος καρχαρία που φωσφορίζει στο σκοτάδι! (www.protothema.gr, 24.12.2015)
Συγγενικά
επεξεργασία- βιοφωσφορισμός
- διφωσφορικός
- οργανοφωσφορικός
- τριφωσφορικός
- φωσφοριζέ
- φωσφορίζων
- φωσφορικός
- φωσφόρισμα
- φωσφορισμός
- φωσφορίτης
- → δείτε τις λέξεις φως και φέρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φωσφορίζω | φωσφόριζα | θα φωσφορίζω | να φωσφορίζω | φωσφορίζοντας | |
β' ενικ. | φωσφορίζεις | φωσφόριζες | θα φωσφορίζεις | να φωσφορίζεις | φωσφόριζε | |
γ' ενικ. | φωσφορίζει | φωσφόριζε | θα φωσφορίζει | να φωσφορίζει | ||
α' πληθ. | φωσφορίζουμε | φωσφορίζαμε | θα φωσφορίζουμε | να φωσφορίζουμε | ||
β' πληθ. | φωσφορίζετε | φωσφορίζατε | θα φωσφορίζετε | να φωσφορίζετε | φωσφορίζετε | |
γ' πληθ. | φωσφορίζουν(ε) | φωσφόριζαν φωσφορίζαν(ε) |
θα φωσφορίζουν(ε) | να φωσφορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φωσφόρισα | θα φωσφορίσω | να φωσφορίσω | φωσφορίσει | ||
β' ενικ. | φωσφόρισες | θα φωσφορίσεις | να φωσφορίσεις | φωσφόρισε | ||
γ' ενικ. | φωσφόρισε | θα φωσφορίσει | να φωσφορίσει | |||
α' πληθ. | φωσφορίσαμε | θα φωσφορίσουμε | να φωσφορίσουμε | |||
β' πληθ. | φωσφορίσατε | θα φωσφορίσετε | να φωσφορίσετε | φωσφορίστε | ||
γ' πληθ. | φωσφόρισαν φωσφορίσαν(ε) |
θα φωσφορίσουν(ε) | να φωσφορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φωσφορίσει | είχα φωσφορίσει | θα έχω φωσφορίσει | να έχω φωσφορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φωσφορίσει | είχες φωσφορίσει | θα έχεις φωσφορίσει | να έχεις φωσφορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φωσφορίσει | είχε φωσφορίσει | θα έχει φωσφορίσει | να έχει φωσφορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φωσφορίσει | είχαμε φωσφορίσει | θα έχουμε φωσφορίσει | να έχουμε φωσφορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φωσφορίσει | είχατε φωσφορίσει | θα έχετε φωσφορίσει | να έχετε φωσφορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φωσφορίσει | είχαν φωσφορίσει | θα έχουν φωσφορίσει | να έχουν φωσφορίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωσφορίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φωσφορίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φωσφορίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας