φωσφορίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφορίζω < αρχαία ελληνική φωσφόρος (αυτός που φέρει φως) < φῶς + φέρω
Ρήμα επεξεργασία
φωσφορίζω
- φέγγω στο σκοτάδι
- οι δείκτες του ρολογιού φωσφόριζαν μέσα στο σκοτάδι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφορίζω