↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φάος τὰ φάε
      γενική τοῦ φάεος & φάους τῶν φᾰέων
      δοτική τῷ φάεϊ τοῖς φάεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φάος τὰ φάε
     κλητική ! φάος φάε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φάεε
γεν-δοτ τοῖν  φᾰέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάος < *φάϜ-ος με θέμα *φᾰ-[1] < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéh₂os < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω) [2]
Η γενική ενικού φάεος < *φάϜεσ-ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάος, φάεος ουδέτερο / συνηρημένο: φῶς

  1. το φως
  2. η ημέρα
    ⮡  κρισίμων φαέων (κρίσιμων ημερών, σημαντικών)
  3. εστία φωτιάς
    → δείτε φῶς
  4. (μεταφορικά) όπως σήμερα λέμε «είσαι το φως των ματιών μου» ή «φώς μου
    χρειάζεται παράθεμα ⌘Πίνδαρος
    φάος ὀμμάτων, ὄσσων
    ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος
    χρειάζεται παράθεμα(Ανακρέων)
    φάος Ἑλλήνων
  5. τα μάτια (φάεα)
  6. αυτό που λάμπει και αποκαλύπτει
    χρειάζεται παράθεμα (Ευριπίδης)
    τῆς ἀληθείας τὸ φῶς
    (Καινή Διαθήκη, Ιωάννου Α. 5)
    ὁ θεὸς φῶς ἐστὶν καὶ σκοτία οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ οὐδεμία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τὸ φῶς κόσμον παρέχει : το φως της ημέρας είναι εγγύηση τάξης, αλλά και "η διαύγεια είναι εγγύηση τάξης"

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
φαε- 

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  • → δείτε και τη λέξη φῶς για θέματα με φωτ-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φως - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φάος σελ. 1551-2 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.