φάος
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάος < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάος ουδέτερο (γενική του φάεος)
- αρχαιοελληνικό ουσιαστικό ταυτόσημο με το φῶς αλλά και, με έκταση, με το φόως. Το φως
- ημέρα
- κρισίμων φαέων : κρίσιμων ημερών, σημαντικών
- εστία φωτιάς
- πρὸς φῶς πίνειν
- μέσοις φωσίν : ούτε πολύ δυνατή, ούτε αδύναμη φωτιά, μέτρια
- (μεταφορικά) όπως σήμερα λέμε "είσαι το φως των ματιών μου" ή "Φώς μου!"
- φάος ὀμμάτων, ὄσσων (Πίνδαρος)
- ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος
- ὦ φάος Ἑλλήνων (Ανακρέων)
- τα μάτια (φάεα)
- αυτό που λάμπει και αποκαλύπτει
- τῆς ἀληθείας τὸ φῶς (Ευριπίδης)
- ὁ θεὸς φῶς ἐστὶν καὶ σκοτία οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ οὐδεμία (Καινή Διαθήκη, Ιωάννου Α. 5)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αιολικός τύπος : φαῦος
- επικός τύπος : φόως
- αττικός τύπος : φῶς
- φάος, γενική φάεος και φάους, δοτική φάει, γεν. πλ. φαέων αιτ. πληθ. φάεα, δοτ. πλ. φαέεσσι και φάεσι
- φῶς, γενική φωτός
- φόως (επικός τύπος )
Εκφράσεις
επεξεργασία- τὸ φῶς κόσμον παρέχει : το φως της ημέρας είναι εγγύηση τάξης, αλλά και "η διαύγεια είναι εγγύηση τάξης"
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φάος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φῶς, φάος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.