βιοφωσφορισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοφωσφορισμός < βιο- + φωσφορισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bioluminescence)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοφωσφορισμός αρσενικό
- (βιολογία, χημεία) η εκπομπή φωτός από ζώντες οργανισμούς, η λάμψη που προκαλείται από βιοχημική αντίδραση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βιοφωσφορισμός
|