φωσφορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωσφορισμός < φωσφορίζω + -ισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phosphoriser < phosphore < αρχαία ελληνική φωσφόρος < φάος + φέρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική phosphorescence)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωσφορισμός αρσενικό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η ιδιότητα που έχουν κάποια σώματα ή οργανισμοί να φωσφορίζουν, να φέγγουν στο σκοτάδι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωσφορισμός